ψευδαπόστολος

ψευδαπόστολος
ο, ΝΑ
(κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι
νεοελλ.
απόστολος τού ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + ἀπόστολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψευδαπόστολος — false ambassador masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαπόστολος — ο ο απόστολος του ψεύδους, αυτός που διδάσκει ψεύδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευδαποστόλοις — ψευδαπόστολος false ambassador masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαποστόλου — ψευδαπόστολος false ambassador masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαποστόλους — ψευδαπόστολος false ambassador masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαποστόλων — ψευδαπόστολος false ambassador masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαπόστολοι — ψευδαπόστολος false ambassador masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαπόστολον — ψευδαπόστολος false ambassador masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՍՈՒՏ — (ստոյ, ոց, եւ ստի, ից.) NBH 2 0732 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c ա. յորմէ յն. փսէւտիս: ψευδής, ψευστής falsus, fallax, mendax . Ներհակն ձայնիս Ստոյգ. ոչ ճշմարիտ. հակառակն ճշմարտութեան. անիրաւ. խարդախ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • АПОСТОЛЫ — [от греч. ἀπόστολος посланник, вестник], ближайшие ученики Иисуса Христа, избранные, наученные и посланные Им на проповедь Евангелия и устроение Церкви. История термина В античной лит ре слово ἀπόστολος употреблялось для обозначения морской… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”